Νέα έκδοση στην οικογένεια Scrambler, που μετά από 2 χρόνια δεν παύει να εξελίσσεται και να ανανεώνεται, αυτή τη φορά με έμπνευση τις «κόντρες» μιας άλλης εποχής
Οι Café Racer μοτοσυκλέτες έχουν τη στιγμή της γέννησης τους περίπου μισό αιώνα πίσω, στη δεκαετία του 60’. «Γονείς» ήταν ομάδες κυρίως βρετανών ροκάδων μηχανόβιων, μεδερμάτινα και αυθεντικό rock n’ roll στο αίμα. Πείραζαν τις μοτοσυκλέτες τους για να στήνουν αυτοσχέδιες κόντρες, που όπως υποδηλώνει και το όνομα ήταν από τη μια καφετέρια (ή pub) στην άλλη, με χαρακτηριστική «χρονομέτρηση» όσο κρατάει ένα κομμά
τι στο Jukebox. Στο μεταπολεμικό κλίμα που προηγήθηκε, η μεσαία τάξη μπορούσε να αγοράσει πλέον αυτοκίνητα, κάνοντας τη μοτοσυκλέτα όχημα του φτωχού (εργάτη πολλές φορές) και ίσως του όχι και τόσο καλού παιδιού, δίνοντας χροιά υποκουλτούρας και παρακμιακού στοιχείου στις τροποποιημένες αυτές μοτοσυκλέτες.
Τότε, στην «πιάτσα» οι αναβάτες εκείνοι είχαν μεταξύ άλλων και το όνομα «Ton-Up boys», καθώς ως ένα «τόνο» όριζαν τα 100 μίλια ανά ώρα τελικής στο κοντέρ, δηλαδή περίπου 160χλμ/ω. Στην πορεία των χρόνων βέβαια, τα café racers και οι περιθωριακοί αναβάτες τους έφυγαν λίγο από το προσκήνιο, με την ιστορία να σβήνει το κακό παρελθόν τους και το μάρκετινγκ να τους αναγεννά από τις στάχτες τους, σαν σύγχρονο και ρετρό στυλ μαζικής παραγωγής και όχι custom. Όχι με τη αυθεντική έννοια τουλάχιστον.
Προσεγμένη αισθητική, χωρίς να μένει στο «σαλόνι»
Εκεί έξω υπάρχουν όχι μια, όχι δυο αλλά έξι εκδόσεις του Scrambler, με την πιο στυλάτη να είναι αυτή. Η Café Racer. Εξ όψεως, φαίνεται ότι έχει γίνει πολύ καλή δουλειά ήδη από τον χρωματικό συνδυασμό του μαύρου, του καφέ και του χρυσού, που αποπνέει αρμονία χωρίς να γίνεται κιτς. Ένα υποτυπώδες φέρινγκ καλύπτει πλέον το φανάρι μπροστά και καθρέφτες στα ακρόμπαρα δίνουν την πρώτη αίσθηση του racer, την οποία έρχεται να ενισχύσει το καπάκι που κάνει τη θέση του συνεπιβάτη μονόσελο. Από το πλάι δε λείπουν τα αγωνιστικά number plates, με το νούμερο 54 τιμής ένεκεν στον Bruno Spaggiari, παλιό Ιταλό αγωνιζόμενο της Ducati από τα 60s’. Ξεχωρίζει η εξάτμιση με το διπλό τελικό της Termignoni, η οποία είναι καλυμμένη με μαύρο, ανοδιωμένο αλουμίνιο. Ανοδιωμένο είναι επίσης και το ανεστραμμένο πιρούνι, το οποίο είναι και πλήρως ρυθμιζόμενο. Λεπτομέρειες όπως ο σπορτίφ λασπωτήρας και η βάση πινακίδας, τα αφαιρούμενα πλαϊνά καπάκια στο ατσάλινο ρεζερβουάρ και τα χαρακτηριστικά λογότυπα με καρό σημαίες, δίνουν και το κάτι παραπάνω στο αισθητικό κομμάτι.
Έτοιμη για κόντρα με το καλημέρα
Με 75 ίππους και 68Nm ροπής στις 8.250 και 5.750 στροφές αντίστοιχα, ο μαύρος κινητήρας των 803 κυβικών και των δύο κυλίνδρων (με τις μερακλίδικα βουρτσισμένες κυλινδροκεφαλές) ίσως να μπορούσε να δώσει και κάτιτις παραπάνω, αλλά μάλλον αυτό το κάτι θυσιάστηκε στο βωμό του Euro 4 και των μειωμένων ρύπων. Παράλληλο όφελος όμως είναι η αραιότερη συντήρηση, ανά 12.000 χιλιόμετρα. Ένα 6άρι κιβώτιο διαχειρίζεται τους 75 αυτούς ίππους, που περνούν στην άσφαλτο με ένα ζευγάρι λάστιχα Diablo Rosso Pirelli και σταματούν με μια τετραπίστονη δαγκάνα που μαγκώνει έναν ακτινικό δίσκο στα 330mm μπροστά. Το φρενάρισμα ελέγχεται με αισθητήρες πίεσης της Bosch (Bosch 9.1 MP ABS)
Αξεσουάρ για αναβάτες χίπστερ (και ας ελπίσουμε όχι μόνο)
Η Café Racer εκδοχή του Scrambler συνοδεύεται και με μια μακρά λίστα από έξτρα πραγματάκια για εκείνη αλλά και για τον αναβάτη της. Ανάμεσά τους προστατευτικό κάλυμμα για το μπροστινό φανάρι, δερμάτινο μικρό tank bag, μακρύτερη σέλα, ζάντες με ακτίνες κ.α.
Για τον αναβάτη, ο γνωστός στο χώρο του customizing Roland Sands Design, ανέλαβε τα γραφικά για το ρετρό σχεδιασμού κράνος της Bell, ενώ παράλληλα υπάρχουν και αντίστοιχα T-shirt και μπλουζάκια. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η βαθύτερη φιλοσοφία των Café Racers είναι ένα παλιό πέτσινο μπουφάν και μια μοτοσυκλέτα «built, not bought» σε μια κόντρα μέχρι να τελειώσει το τραγούδι.